στραβοκοίταγμα

στραβοκοίταγμα
το, Ν [στραβοκοιτάζω]
λοξό περιφρονητικό ή απειλητικό κοίταγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”